- τρίβολος
- -η, -ο1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο.2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου θα περάσει εχθρικός στρατός, για να παρεμποδιστεί η πορεία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.